πίτουρο

πίτουρο
πίτουρο, το και πίτερο, το
χοντρό αλεύρι από το φλούδι του σιταριού: Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες (παροιμ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πίτουρο — το, Ν βλ. πίτυρο …   Dictionary of Greek

  • Каппадокийский язык — Распространение греческого языка в поздневизантийский период XII XV веков. Золотым цветом изображено поздневизантийское койне будущая основа новогреческого языка, оранжевым …   Википедия

  • Каппадокский язык — Каппадокийский язык Страны: Греция, изначально Каппадокия (центральная Турция) Общее число носителей: очень мало Статус: исчезающий Классификация Категория …   Википедия

  • πίτυρο — το / πίτυρον, ΝΑ, και πίτουρο και πίτερο, Ν ο φλοιός που αποβάλλεται κατά την άλεση τών δημητριακών και ιδίως τού σιταριού νεοελλ. 1. φρ. «τρώει πίτουρα» μτφ. (για πρόσ.) είναι ανόητος, χαζός σαν ζώο 2. παροιμ. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα… …   Dictionary of Greek

  • άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… …   Dictionary of Greek

  • αλευρίτης — Είδος σιταριού που δίνει πολύ αλεύρι και λίγα πίτουρα. Α. ονομάζεται επίσης και το χιόνι που έχει πολύ λεπτές νιφάδες, καθώς και μια παιδική αρρώστια που προκαλεί αλευρώδες εξωτερικό κάλυμμα στο δέρμα. (Βοτ.) Α. λέγεται και γένος ελαιοπαραγωγών… …   Dictionary of Greek

  • κόσκινο — Όργανο που αποτελείται από ένα πλαίσιο και από έναν πυθμένα δικτυωτό ή από διάτρητο έλασμα. Χρησιμοποιείται για να διαχωρίζονται από μια μάζα ασύνδετων σωμάτων στοιχεία ή κόκκοι με διαστάσεις μικρότερες από αυτές των οπών του πυθμένα. Για… …   Dictionary of Greek

  • μεσοκάθαρος — και μισοκάθαρος, η, ο (Μ μεσοκάθαρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι τελείως καθαρός 2. (για αλεύρι) αυτός από τον οποίο δεν έχει αφαιρεθεί όλο το πίτουρο 3. (για ψωμί) κατασκευασμένος από μικτό, πιτυρούχο αλεύρι μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσοκάθαρον… …   Dictionary of Greek

  • τετραϋδροφουρφουρυλικός — ή, ό, Ν φρ. «τετραϋδροφουρφουρυλική αλκοόλη» χημ. ετεροκυκλική οργανική ένωση που παρασκευάζεται με καταλυτική υδρογόνωση τής φουρφουράλης και η οποία χρησιμοποιείται ως διαλύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tetrahydrofurfurylic… …   Dictionary of Greek

  • φουράνιο — το, Ν χημ. 1. ετεροκυκλική οργανική ένωση, που απαντά σε μικρές ποσότητες στο ξυλέλαιο τού πεύκου και το οποίο παρασκευάζεται με κατεργασία τής φουρφουράλης ή τού φουροϊκού οξέος με άσβεστο 2. στον πληθ. τα φουράνια συνοπτική ονομασία μεγάλου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”